-
1 ἐπι-κουφίζω
ἐπι-κουφίζω, erleichtern, aufheben; σὺ δὲ πατρὸς πλευρὰς σὺν ἐμοὶ ἐπικούφιζε Soph. Ai. 1390; τὴν νῆα ἐπικουφισϑεῖσαν Her. 8, 118; ἡ τιμὴ ἐπικουφίζει τι τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι Xen. Cyr. 1, 6, 25; Freunde erleichtern, unterstützen, Plat. Ep. III, 315 d; τὰς συμφοράς Dem. 23, 70; ermuntern, Xen. Cyr. 7, 1, 18; auch τινός, von Etwas erleichtern, z. B. μόχϑου Eur. El. 72; ἐπεκούφισεν αὐτοὺς τοῦ δέους D. Cass. 43, 18. – Im schlimmen Sinne, leichtfertig machen, νεότης ἐπικουφίζει νόον ἀνδρός, πολλῶν δ' ἐξαίρει ϑυμὸν ἐς ἀμπλακίην Theogn. 629.
См. также в других словарях:
επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ … Dictionary of Greek